- μιλιμικρόν
- τομετρολ. παλαιότερη ονομασία τής μονάδας μήκους νανόμετρο, με σύμβολο mμ, ίσης με ένα δισεκατομμυριοστό τού μέτρου.[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. μιλι-].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μικροσκόπιο — Όργανο ικανό να αποδίδει μεγεθυμένα είδωλα μικρών αντικειμένων τα οποία έχουν τοποθετηθεί προς παρατήρηση. Βασικά διακρίνεται το οπτικό μ. ή απλά μ., στο οποίο τα παρασκευάσματα είναι φωτισμένα με ορατό φως, και το ηλεκτρονικό μ., στο οποίο το… … Dictionary of Greek
μιλλιμικρόν — το βλ. μιλιμικρόν … Dictionary of Greek